- κύδαινε
- κύ̱δαινε , κυδαίνωgivepres imperat act 2nd sgκύ̱δαινε , κυδαίνωgiveimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυδαίνω — (AM) [κύδος] δίνω σε κάποιον τιμή και δόξα, λαμπρύνω, δοξάζω («πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, πάντας κυδαίνων», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. ευφραίνω, τέρπω («κύδαινε δὲ θυμὸν ἄνακτος», Ομ. Οδ.) 2. (σπάνια με κακή σημασία) κολακεύω («μέγα… … Dictionary of Greek